- ἑκάστοις
- ἕκαστοςeachmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
League of Corinth — For the English amateur fotball league, see Corinthian League (football). Kingdom of Macedon after Philip s II death. The Corinthian League is shown in yellow. The League of Corinth, also sometimes referred to as Hellenic League (original name:… … Wikipedia
δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… … Dictionary of Greek
ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… … Dictionary of Greek
ευεύρετος — εὐεύρετος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται εύκολα («ἐπιφανεῑς πανταχοῡ ὄντες εὐεύρετοι ἂν εἶεν», Ξεν.) 2. φρ. «χώρα εὐεύρετος ἑκάστοις» χώρα στην οποία είναι εύκολο να βρεθεί το καθετί, Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ευρετός (< ευρίσκω)] … Dictionary of Greek
περιρροή — ἡ, Α [περιρρέω] 1. η ροή, το ρεύμα από τα γύρω («ὡς ἄν ἑκάστοις [τοῑς ποταμοῑς] τύχῃ... ἡ περιρροὴ γιγνομένη» όπως κυλάει κάθε ποταμός από τα πέριξ, Πλάτ.) 2. το ρευστό … Dictionary of Greek
προσηνής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προσανής και ποτανής Α (για πρόσ.) πράος, ευγενικός, καταδεκτικός, με πολιτισμένη, ευγενική συμπεριφορά και φιλική διάθεση (α. «εὔνους καὶ προσηνής», Πλούτ. β. «τὴν προσηνῆ τὸ βλέμμα», Μέν.) μσν. (για τα ευχαριστιακά δώρα)… … Dictionary of Greek
προσκαταλέγω — Α [καταλέγω] 1. εγγράφω σε κατάλογο επί πλέον, ως προσθήκη («παρθένοις τέτταρσιν οὔσαις δύο ἑτέρας προσκαταλέγω», Δίον. Αλ.) 2. συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ («τοῑς ἔθνεσιν ἑκάστοις τὰς γειτνιώσας προσκαταλέγοντες νήσους», Στράβ.) … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek
προχωρώ — προχωρῶ, έω, ΝΜΑ 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα εμπρός (α. «προχωρείτε, παρακαλώ» β. «με φωνήν που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς», Σολωμ. γ. «πρὸς ἐμὴν χεῑρα προχωρῶν», Σοφ.) 2. (για χρόνο) περνώ, κυλώ, φεύγω (α. «η νύχτα είχε προχωρήσει» β. «τοῡ… … Dictionary of Greek